κόκκυ

κόκκυ
κόκκυ (Α)
1. κούκου, η φωνή τού κόκκυγα, τού κούκου
2. (ως επιφών.) εμπρός, γρήγορα («κόκκυ, μεθεῑτε» — εμπρός, γρήγορα, αφήστε, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *kuku (που οφείλεται σε ονοματοποιία από μίμηση τής φωνής τού κούκου), προήλθε από ανομοίωση και συνδέεται με αρχ. ινδ. kōkila «κούκος», λατ. cucūlus και νέο άνω γερμ. Kuckuck].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόκκυ — κόκκῡ , κόκκυ cuckoo indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγ' — κόκκῡγα , κόκκυξ cuckoo masc acc sg κόκκῡγι , κόκκυξ cuckoo masc dat sg κόκκῡγε , κόκκυξ cuckoo masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκύγων — κοκκύ̱γων , κόκκυξ cuckoo masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγα — κόκκῡγα , κόκκυξ cuckoo masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγας — κόκκῡγας , κόκκυξ cuckoo masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγες — κόκκῡγες , κόκκυξ cuckoo masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγι — κόκκῡγι , κόκκυξ cuckoo masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγος — κόκκῡγος , κόκκυξ cuckoo masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυξ — κόκκῡξ , κόκκυξ cuckoo masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυξι — κόκκῡξι , κόκκυξ cuckoo masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”